- λικμήτωρ
- λικμήτωρ, -ορος, ὁ (ΑM) [λικμώ]1. λικμητής, λιχνιστής2. μτφ. εξολοθρευτής («λικμήτωρ ἀσεβῶν βασιλεὐς σοφός», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λικμήτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμήτορος — λικμήτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… … Dictionary of Greek
ՑՐՈՒՄՆ — (ցրման.) NBH 2 0919 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 9c, 10c գ. διασπορά, διασκορπισμός dispersio, discerptio, dissipatio. Ցրելն, իլն. ցրուումն. *Եթէ իցէ ցրումն քո ʼի ծագաց երկրի մինչեւ ʼի ծագս երկրի: Տաց զքեզ ʼի ցրումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)